Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Σενεγάλη η

См. также в других словарях:

  • Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …   Dictionary of Greek

  • Κάγες — (Kayes). Πόλη (78.400 κάτ. το 1998) του Mάλι, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (1.506.100 κάτ. το 1998). Η Κ., πρωτεύουσα της χώρας έως το 1908, είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του άνω ρου του Σενεγάλη, στο σημείο όπου ο ποταμός… …   Dictionary of Greek

  • Σενεγαλέζος — ο, θηλ. Σενεγαλέζα, Ν 1. ο κάτοικος τής Σενεγάλης 2. αυτός που κατάγεται από την Σενεγάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σενεγάλη + κατάλ. έζος (πρβλ. κιν έζος)] …   Dictionary of Greek

  • Τουκουλόρ — και Τουκουλέρ και Τουκολόρ, οι, Ν εθνολ. μουσουλμανικός λαός τής Αφρικής που ζει κυρίως στη Σενεγάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Toucouleurs < Tokoror, λ. τής γλώσσας τής Σενεγάλης < Tekrur, περιοχή στη Σενεγάλη] …   Dictionary of Greek

  • αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …   Dictionary of Greek

  • σενεγαλικός — ή, ό, Ν [Σενεγάλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σενεγάλη ή στους Σενεγαλέζους …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»